πρόσκαυσις

πρόσκαυσις
-αύσεως, ἡ, Α [προσκαίω]
1. (για ψωμί και άλλα εδέσματα) το κάψιμο τής επιφάνειας ή τής κόρας
2. μτφ. ζωηρός ζήλος, ένθερμος πόθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόσκαυσις — burning fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκαυσιν — πρόσκαυσις burning fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”